Term
Βάζω βάζεις βάζει βάζουμε βάζετε βάζουν, βάζουνε |
|
Definition
Έβαλα - I placed έβαλες έβαλε βάλαμε βάλατε έβαλαν, βάλανε |
|
|
Term
Δίνω δίνεις δίνει δίνουμε δίνετε δίνουν, δίνουνε |
|
Definition
Έδωσα - I gave έδωσες έδωσε δώσαμε δώσατε έδωσαν, δώσανε |
|
|
Term
Βρίσκω βρίσκεις βρίσκει βρίσκουμε βρίσκετε βρίσκουν, βρίσκουνε |
|
Definition
Βρήκα - I found βρήκες βρήκε βρήκαμε βρήκατε βρήκαν, βρήκανε |
|
|
Term
Μβαίνω μβαίνεις μβαίνει μβαίνουμε μβαίνετε μβαίνουν, μβαίνουνε |
|
Definition
Μβήκα - I went in μβήκες μβήκε μβήκαμε μβήκατε μβήκαν, μβήκανε |
|
|
Term
Βγαίνω βγαίνεις βγαίνει βγαίνουμε βγαίνετε βγαίνουν, βγαίνουνε |
|
Definition
Βγήκα - I went out βγήκες βγήκε βγήκαμε βγήκατε βγήκαν, βγήκανε |
|
|
Term
Έρχομαι έρχεσαι έρχεται έρχομαστε έρχοσαστε έρχονται |
|
Definition
Ήρθα - I came ήρθες ήρθε ήρθαμε ήρθατε ήρθαν, ήρθανε |
|
|
Term
Γίνομαι γίνεσαι γίνεται γίνομαστε γίνοσαστε γίνονται |
|
Definition
Έγινα - I became έγινες έγινε γίναμε γίνατε έγιναν, γίνανε |
|
|
Term
Προλαβαίνω προλαβαίνεις προλαβαίνει προλαβαίνουμε προλαβαίνετε προλαβαίνουν, προλαβαίνουνε |
|
Definition
Πρόλαβα - I caught πρόλαβες πρόλαβε προλάβαμε προλάβατε πρόλαβαν, προλάβανε |
|
|